Ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη...

Μία λέξη, που όποιος μας τη λέει, την επαναλαμβάνει άλλες δύο φορές, προκειμένου να την ενισχύσει, και να μας πείσει ότι την εννοεί. Θέλει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι το αρνητικό κλίμα που υπάρχει γύρω μας, με την ανεργία, τα λουκέτα και τις απολύσεις θα αντιστραφεί. Προς αυτήν την κατεύθυνση εξαγγέλλουν βαρύγδουπα προγράμματα και μας υπόσχονται ότι με την πολιτική τους θα έρθει η ανάκαμψη.
Τέτοιες εξαγγελίες είχαμε για τα είκοσι οκτώ δις που δόθηκαν στις τράπεζες για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που πάλι υποτίθεται ότι θα είχε το ίδιο αποτέλεσμα και τα fast track.
Εάν υπήρχαν τόσα χρήματα διαθέσιμα, θα ήταν δυνατό να δοθούν ως ελαφρύνσεις στους επιχειρηματίες, ή ακόμη μέσω του ΟΑΕΔ να πληρώνεται εργαζόμενος που θα απασχολείται σε επιχείρηση, ή να βρεθεί ο οποιοσδήποτε άλλος προσφορότερος τρόπος που θα έχει το αποτέλεσμα το οποίο υπόσχονται οι εξαγγελίες. Πάντως τα χρήματα αυτά δόθηκαν, τα ωφελήθηκαν οι τράπεζες και σε καμία περίπτωση δεν έφθασαν στην ελληνική οικονομία.
Ούτε όμως και τα fast track λειτούργησαν. Ειδικά για αυτό, όσο οι επιχειρηματίες, έλληνες και ξένοι, βλέπουν τη φοροεισπρακτική πολιτική του ελληνικού δημοσίου αποθαρρύνονται να προτιμήσουν επένδυση στη χώρα μας. Αλλά και όσοι τόλμησαν να σκεφθούν κάτι τέτοιο, και υπέβαλαν επενδυτικό πρόγραμμα, κατάλαβαν ότι τα γρανάζια της κρατικής μηχανής δεν μπορούν να λειτουργήσουν γρηγορότερα με μία νομοθετική παρέμβαση.
Ο πολίτης εύχεται να υπάρξει ανάπτυξη, όμως δεν είναι εκείνος που θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες θα γίνουν οι επενδύσεις.

