Η σύμβαση δικαιόχρησης (franchise)

Οι ανάγκες εμπορικής συνεργασίας δημιούργησαν νέες μορφές επαγγελματικής δραστηριότητας, και το δίκαιο με τη σειρά του καθόρισε το πλαίσιο των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των προσώπων που θα μετέχουν σε τέτοιες εμπορικές συμβάσεις.
Η σύμβαση δικαιόχρησης είναι μία από αυτές, και μάλιστα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο, λόγω των βασικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει για το μεν ένα μέρος τη δυνατότητα εξάπλωσης της επιχείρησής του, και για το άλλο μέρος τη δυνατότητα εκμετάλλευσης του ονόματος και της πελατείας του αντισυμβαλλόμενου.
Το πρώτο μέρος αυτής της σύμβασης, που χαρακτηρίζεται ως «δικαιοπάροχος», παραχωρεί στο δεύτερο μέρος, που χαρακτηρίζεται ως «δικαιοδόχος» τα δικαιώματα franchise τα οποία συνίστανται στη χρήση της επωνυμίας, των σημάτων και διακριτικών γνωρισμάτων, των διακριτικών τίτλων, των λογοτύπων και εμπορικών συμβόλων, των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των λοιπών δικαιωμάτων βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας. Επίσης παραχωρεί την εμπιστευτική τεχνογνωσία (know-how) για τη λειτουργία της επιχείρησής του.
Από τη μεριά του ο δικαιοδόχος θα πρέπει να ακολουθεί τα οικοδομικά και αρχιτεκτονικά σχέδια, τα πρότυπα και τις προδιαγραφές για τη διαμόρφωση των εγκαταστάσεων της επιχείρησης που θα συστήσει, να καταβάλει με την υπογραφή της σύμβασης ένα εφάπαξ ποσό ως αρχική αμοιβή παραχώρησης του franchise (entry fee), ενώ ακόμη θα πρέπει να αναλάβει την υποχρέωση να καταβάλει μηνιαία δικαιώματα εκμετάλλευσης των δικαιωμάτων που του παρέχει ο αντισυμβαλλόμενός του, όπως επίσης και προμήθεια ισόποση με το ποσοστό επί του κύκλου εργασιών του καταστήματός του.
Αυτά είναι ίσως τα βασικότερα στοιχεία που θα καθορισθούν με τη σύμβαση δικαιόχρησης, και απαιτούνται γνώσεις και εμπειρία του προσώπου που θα συμβουλεύσει τον επιχειρηματία στη σύνταξη μιας τέτοιας σύμβασης, προκειμένου ο τελευταίος να εξασφαλίσει τα διακαιώματά του που θα απορρέουν από αυτήν.

